Παρασκευή 14 Ιουνίου 2013

Και μια άλλη άποψη στα δύο κείμενα

Γιά  τα κατωτέρω κείμενα, λάβαμε και μία άλλη άποψη απο τη Κα MPS



 Κα. Κανένας άνθρωπος δεν θέλει την φτώχεια.Το νόημα  της γραφής Ξανθούλη δεν είναι αυτό που εσείς δίνετε.Δεν είναι φτώχεια  η έλλειψη  αυτοκινήτου όταν δεν χρειάζεται, το να μην τρέχουμε στους στους ψυχολόγους για να μας λύσουν προβλήματα που θα τα έλυνε η συζήτηση μεταξύ  φίλων,δεν είναι φτώχεια η έλλειψη επώνυμης μάρκας στα μπλουζάκια ή στα παπούτσια μας,δεν είναι φτώχεια το να ανοίγεις Δικηγορικό γραφείο σ' ένα χωριό κι όχι στην πόλη, δεν είναι φτώχεια να έχεις σπουδάσει και να μαζεύεις   ελιές, να φυτεύεις δένδρα και να τα μεγαλώνεις χωρίς νερό και λίπασμα στην άνυδρη γη ενός νησιού.Δεν είναι ντροπή να βγάζεις χρήματα με τον κόπο σου, είναι όμως ντροπή και φτώχεια ψυχική  να παίρνεις παραπάνω χρήματα από αυτό που αξίζει η δουλειά σου, την οποία μόνος σου πρέπει  να αξιολογήσεις τουλάχιστον στα ελεύθερα επαγγέλματα.Δεν είναι φτώχεια να πιστεύεις και να αγαπάς  τη  γή,  γιατί όποιος δεν αγαπά την γή δεν αγαπά την ζωή. Οσες σπουδές κι αν έχει κάνει  κάποιος,είναι φτωχός όχι γιατί κάνει ένα στρίφωμα σ' ένα ρούχο, αλλά γιατί  το ΕΓΩ του, τον φθείρει.
Εγώ θυμάμαι τη γιαγιά μου,για να έρθω και στο κείμενο της κυρίας, που δεν έφερνε τίποτε από το salon  sklia,ενώ θα μπορούσε ,αλλά γέμιζε την νησιώτικη ποδιά της (η γιαγιά είχε αποφοιτήσει από την Γαλλική Σχολή Μεταξά-Κροντηρά στην Αθήνα) με μερίδες ψωμί και τυρί και φρούτα κάθε εποχής,(σημειώνω δεν περίσσευαν)  και τα μοιραζόμαστε με τα παιδιά της γειτονιάς κι είμαστε πλούσιοι .Δεν νοιώθαμε φτωχοί,κι είμαστε ίσοι,  γιατί κανείς μας δεν γνώριζε πως η προπολεμική γιαγιά ήταν απόφοιτος Γαλλικής Σχολής.Η αγάπη προς τον πλησίον, της αφαιρούσε το ΕΓΩ. Δεν διαλαλούσε στο χωριό-ένα μεγάλο χωριό- τις γνώσεις της,αλλά με τον τρόπο και την συμπεριφορά της,δίδασκε και έφερνε αποτέσλεσμα. Αυτή την ζωή λοιπόν θα μπορούσα να την ξαναζήσω και να μάθουν τα παιδιά μου  να ζουν συντηρητικά  χωρίς μεγάλες απαιτήσεις,χωρίς φθόνο και ζήλεια γι αυτούς που έχουν κάτι περισσότερο .Φτώχεια, δεν είναι να θέλεις να μείνουν λίγοι μετανάστες στη χώρα σου, φτώχεια είναι όταν τους παίρνεις ένα μεροκάματο, για να τους μεταφράσεις ένα διαβατήριο,οταν δεν τους δίνεις στέγη και ξεπαγιάζουν, όταν τους βλέπεις σαν ζώα.Φτώχεια απέραντη ψυχική φτώχεια είναι, οταν διαδηλώνεις γι΄αυτούς και να είσαι μόνο λόγια. Εγώ, θέλω κυρία και τις Μυρτιές και τις Γαζίες,αλλά και  τα άγρια χόρτα στους κήπους που μου δείχνουν την αλλαγή των εποχών και χωρίς να απαξιώνω αυτούς που λατρεύουν την κλασσική μουσική, προτιμώ, εγώ, η νησιώτισσα το αισθαντικό άκουσμα των Ηπειρώτικων Τραγουδιών.Φτώχεια είναι να κατατρύχομαι με τους γύρω μου,  αντί να προσπαθήσω για κάτι καλύτερο.Φτώχεια είναι να καμαρώνω για τον καταναλωτισμό μου και να τον δικαιολογώ με την φράση: τα χρήματα είναι του κόπου μου .Φτώχεια, απέραντη φτώχεια είναι η κακομοιριά  και ο πραγματικά φτωχός δεν είναι κακομοίρης.Φτώχεια, είναι η εύκολη κριτική για όλους ενώ  εμείς ...είμαστε εμείς 
Δεν είμαστε όλοι στο πάρτυ . Οταν  καμαρώνω όμως  για το salon sklia,  τουλάχιστον θα ήθελα να είμαι στο πάρτυ και αφού αγαπώ τα προϊόντα της Ελληνικής γης πρέπει να σκεφθώ πως κάποιος πρέπει να τα καλλιεργήσει. Επομένως κάτι πρέπει να αλλάξει στον τρόπο της ζωής μας. ΕΧΕΙ ΔΙΚΙΟ Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΞΑΝΘΟΥΛΗΣ .
 Μαρία  Λιανοπουλου .

Πέμπτη 13 Ιουνίου 2013

Δυο κείμενα για μια "όμορφη Ελλάδα"

Δυο υπέροχα κείμενα, από διαφορετική σκοπιά, αλλά με την ίδια στόχευση: μια όμορφη Ελλάδα!

1)       Του Γιάννη Ξανθούλη

               Να ξαναγίνουμε φτωχοί. Όπως ήμασταν πάντα. Όπως οι ήρωες των παλιών
αναγνωστικών που οι γιαγιάδες έμοιαζαν με γιαγιάδες κι όχι με συνταξιούχες
πόρνες. Όπου οι μπαμπάδες επέστρεφαν το μεσημέρι για να καθίσει ΟΛΗ η
ελληνική οικογένεια στο τραπέζι και να φάει το σεμνό φαγητό -όσπρια
πεντανόστιμα και ζαρζαβατικά με μαύρο ψωμί μοσχοβολιστό- ενώ η γάτα και ο
σκύλος περίμεναν στωικά να 'ρθει η σειρά τους ... Να ξαναγίνουμε φτωχοί
όπως ήμασταν πριν σαράντα και πενήντα χρόνια. Τότε που ονειρευόμασταν εν
μέσω γκρι, μπλε και μπεζ χρωμάτων, τότε που καμιά Ελληνίδα δεν φιλοδοξούσε
να γίνει ψευδοξανθιά, τότε που η λάσπη κολλούσε συμπαθητικά στα παπούτσια
μας και οι αυθεντικοί ζήτουλες βρίσκονταν έξω απ' τις εκκλησιές
περιμένοντας το τέλος της λειτουργίας και του μνημόσυνου.


               Να ξαναγίνουμε φτωχοί πλην τίμιοι, χωρίς κινδύνους να ξεστρατίσουν οι
αρχιμανδρίτες προς την ψηφιακή παιδοφιλία. Να βρούμε ξανά τις σωστές μας
κλίμακες χωρίς αγωνία παρκαρίσματος και παχυσαρκίας. Να ξαναβρούμε τη
γεύση του «μπατιρόσπορου», των ελαχιστοποιημένων αναγκών, να ανακαλύψουμε
εκ νέου τον ποδαρόδρομο και το συγκινητικό μοντέλο της «γυναίκας της
Πίνδου». Μόνο με τέτοιες ηρωικές διαδρομές ενδεχομένως να ακυρώσουμε το
κόμπλεξ μας έναντι του Μπραντ Πιτ και της Ναόμι Κάμπελ.

                Να ξαναβρούμε -γιατί όχι- και τους παλιούς καλούς εχθρούς (κυρίως από τα
βόρεια) που σήμερα τους έχουμε σκλάβους στα παβιγιόν μας. Να ξετρελαθούμε
από την επικοινωνιακή μας υστερία με τα σιχαμένα κινητά τηλέφωνα που
κατάργησαν κάθε έννοια ιδιωτικής ζωής. Να σκάψουμε στις αυλές -όσοι έχουν
&
nbsp;αυλές- και να κάνουμε παραδοσιακούς ασβεστόλακκους για να ασπρίζουμε τα
δέντρα έτσι για καλαισθησία και υγεία. Να βρούμε πάλι τη σημασία του
χώματος καταργώντας το καυσαέριο του επάρατου τρέχοντος πολιτισμού. Να
εφεύρουμε τις παλιές νοσοκόμες που σέρνονταν από σπίτι σε σπίτι ρίχνοντας
ενέσεις πενικιλίνης στα οπίσθια ολόκληρου του Έθνους.

                Να προσδιορίσουμε ξανά την ντροπή και τον «σεβασμό» προσέχοντας το
βλακώδες λεξιλόγιο των τέκνων μας. Επιτέλους, όποιο τέρας βρίζει ή
χρησιμοποιεί την πάνδημη και πολυμορφική λέξη «ΜΑΛΑΚΑΣ» πάνω από εκατό
φορές την ημέρα να το μπουκώνουμε με «κόκκινο πιπέρι εξόχως καυτερό», όπως
τον καιρό της εξαίρετης φτώχειας μας .

               Να μάθουμε να χρησιμοποιούμε τα κουλά μας χέρια σε δουλειές που σήμερα
δίνουμε του κόσμου τα λεφτά, όπως μεταποίηση ρούχων, αλλαγές γιακάδων στα
πουκάμισα, καρικώματα στις κάλτσες, υδραυλικές και σχετικές εργα σίες. Να
απαγορευτεί διά ροπάλου το γκαζόν που για μας τους πρώην φτωχούς δεν
σημαίνει απολύτως τίποτα. Στη θέση του να φυτευτούν λαχανικά ή και
οπωροφόρα για να μην καλοσυνηθίζουμε την κάστα των μανάβηδων. Κάποτε ο
μαϊντανός, τα κρεμμύδια και τα σκόρδα ήταν τα βασικά καλλωπιστικά των
κήπων μας .

                   Να επανακτήσουμε το κύρος μας, χρησιμοποιώντας βέργες κι ό,τι τέλος πάντων
απαιτούσε ο βασικός σωφρονιστικός κώδικας τα χρόνια της περήφανης
ανέχειας ... Σταματήστε τις ψυχολογίες και τις παραφιλολογίες για τα
«τραύματα» των παιδιών. Μόνο λύσεις γήινες και πρακτικές -χωρίς ενστάσεις
από τον Ρομπέν της ευαισθησίας, τον ΣΥΡΙΖΑ- θα αποκαταστήσουν την τρέλα
και το χάος που υπαινίσσονται οι στατιστικές.

                Να θυμηθούν οι Νεοέλληνες πως προέρχονται απ' τον Μεγαλέξανδρο, από τον
Μιλτιάδη, τον Αριστείδη και προφανώς απ' τον... Αλκιβιάδη, πράγμα που
σημαίνει ότι μπορούν να βάλουν σε ενέργεια τον «δίκαιο θυμό» αν συμπέσουν
με ληστές τραπεζών, περιπτέρων, σούπερ μάρκετ και κοσμηματοπωλείων.
Κανένας δισταγμός. Τα παλιά χρόνια για ψύλλου πήδημα σε μπαγλάρωναν.
Θυμήσου και κόψ' τους τα χέρια ή και τα αχαμνά. Επιτέλους ας σταματήσουμε
την ευρωπαϊκή μας ψυχοπάθεια ...

                ΠΟΤΕ κανένας Έλληνας δεν έγινε σωστός Ευρωπαίος. Ούτε καν ο Αβραμόπουλος
ούτε καν ο Σημίτης και άλλοι τέτοιοι που μου διαφεύγουν. Απ' τον καιρό που
σταματήσαμε να θυμώνουμε σωστά, την πατήσαμε. Σταματήστε το «ντόπινγκ» με
το τσουλαριό των λαϊκών ασματομουλάρων. ΠΟΣΟΥΣ ΠΙΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΕΣ ΧΩΡΑ Η
ΕΛΛΑΣ, κύριοι καναλάρχες της πλάκας; Δεν είναι καιρός να ξεβρωμίσει ο
τόπος απ' τους εκφραστές του τραγουδιστικού Κάμα Σούτρα; ΠΟΙΟΣ θα μαζέψει
τις ελιές στα περιβόλια όταν ο κάθε πικραμένος ονειρεύεται να γίνει αφίσα
στη Συγγρού; Ποιος θα καθαρίσει τη Συγγρού απ' το αίσχος της καψουρικής
ταπετσαρίας, κύριοι δήμαρχοι; Οι τραβεστί; Οι καημένες οι τραβεστί έχουν
άλλες υποχρεώσεις ...

                 Μη φοβάστε τη φτώχεια. Η πατρίδα μας είναι ευλογημένη έστω κι αν δεν
παράγει λαμαρίνες αυτοκινήτων ή καλής ποιότητας νάρκες και όπλα για
τριτοκοσμικούς. Θυμηθείτε την ευλογία του ελαιόλαδου, της κορινθιακής
σταφίδας, του χαλβά Φαρσάλων, των εσπεριδοειδών, της σαρδέλας και των
λατρεμένων ραδικιών. Λάδι, χόρτα, ελίτσες, λίγο τυρί και ψωμί ζεστό, να
φρεσκάρουμε στο μνημονικό μας το παλιό αναγνωστικό του Δημοτικού. Το ξέρω
πως είναι ζόρι να κόψουμε το σούσι απότομα, όμως ήρθε ο καιρός να
αναβιώσουμε την όπερα της πεντάρας, της δεκάρας και των άλλων χρηστικών
μας αξεσουάρ. Μια δοκιμή νομίζω πως θα μας πείσει ...

ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΣ και ο θεός των μικρών πραγμάτων μαζί μας.


2)   Μια απάντηση στον Ξανθούλη...
Της Eλευθερίας Τσακιροπούλου

               Να ξαναγίνετε φτωχοί χωρίς εμένα. Η δική μου γιαγιά ήρθε από απέναντι (Μ.Ασία)
μόνο με το φουστάνι που φόραγε και κατάφερε δουλεύοντας σκληρά να
μεγαλώσει τα παιδιά της, να προκόψει (έτσι το λέγαμε τότε) να δει τα
εγγόνια της να σπουδάζουν χωρίς να χρειάζονται ακριβοπληρωμένα
φροντιστήρια και μια φορά το χρόνο γριά πια να επιφυλλάσει στον εαυτό της
τη μέγιστη πολυτέλεια ενός ζευγαριού παπουτσίων από τον Σκλιά.

               Εμένα δεν μου άρεσε η λάσπη που κολλούσε στα παπούτσια μου. Μου άρεσαν οι
πικροδάφνες στην Διονυσίου Αρεοπαγίτου,
η μυρωδιά στα Αναφιώτικα, οι
νερατζιές στη Πανεπιστημίου, η θέα της Ακρόπολης από τη Πατησίων. Μου
άρεσε να διαβάζω στο Θέτρο του Διονύσου Σοφοκλή, Αισχύλο και Ευριπίδη, να
βλέπω παραστάσεις στο υπόγειο του Κουν και στο Ηρώδειο. Μου άρεσε ο
Χατζηδάκης και ο Τσαρούχης. Αυτά ήταν η πατρίδα μου και αυτά με έκαναν να
την ονειρεύομαι χωρίς λασπόδρομους, ζήτουλες και ψευδοξανθιές.

               Τίμια ήμουν ανέκαθεν και το ίδιο έμαθα και στο παιδί μου. Δουλέυω από την
ημέρα που τελείωσα το λύκειο. Δούλευα και σπούδαζα χωρίς φοιτητική άδεια
γιατί ο τότε διευθυντής μου έλεγε το αμίμητο «Δεσποινίς μου πρέπει να
διαλέξετε ή φοιτήτρια θα είστε ή εργαζόμενη». Και διάλεξα και τα δύο. Και
τα κατάφερα και στα δύο. Και παράλληλα έμαθα και τρεις ξένες γλώσσες. Και
πλήρωνα και πληρώνω σκληρούς φόρους, χωρίς ποτέ μα ποτέ να έχω κρύψει
ούτε δραχμή των εισοδημάτων μου.

                 Ναι λοιπόν δουλεύω 10 ώρες την ημέρα επί 24 συναπτά έτη και κάποια στιγμή
τα κατάφερα και έβγαλα λεφτά. Πρέπει να ντρέπομαι; Ούτε επιδοτήσεις για
ανύπαρκτες καλλιέργειες πήρα ποτέ, ούτε καμμία απευθείας ανάθεση, ούτε σε
επιτροπή ή Δ.Σ. ή οργανισμό του δημοσίου ήμουν μέλος, ούτε προαγωγή πήρα
μετά από τηλέφωνο πολιτικού προσώπου. Ότι έκανα το έκανα μόνη μου. Και
τα Μ
anolo που φοράω μόνη μου τα πήρα. Και κάθε φορά που ανεβαίνω πάνω
τους θυμάμαι τη γιαγιά μου και τη χαρά της όταν έφερνε στο σπίτι το
περίφημο κουτί από το
salon sklia και τη περηφάνεια της όταν τα φόραγε και
μας έλεγε τι πέρασε στη ζωή της και πως τα κατάφερε να «προκόψει».

                  Και δεν θέλω να ξαναβρώ παλιούς εχθρούς, θέλω μόνο νέους φίλους και
συμμάχους για να πραγματοποιήσουμε το όνειρο μιας δίκαιης, αξιοκρατικής
και προοδευτικής κοινωνίας. Δεν θέλω καμμιά νοσοκόμα να «συρθεί» στο
σπίτι μου όταν αρρωστήσω. Θέλω να υπάρχει ένα σύστημα υγείας που θα με
περιθάλψει. Αυτό πληρώνω άλλωστε με το μισό του εισοδήματός μου. Δεν
πληρώνω για να τρώνε τα λαμόγια των νοσοκομείων και οι φαρμακευτικές
εταιρείες.

                  Και δεν θέλω να ράβω μόνη μου τα ρούχα μου, γιατί δεν προλαβαίνω και γιατί
δεν καταλαβαίνω το λόγο που πρέπει να σπρώξω στην ανεργία μια μοδίστρα.

                  Και δεν θέλω στη βεράντα μου να φυτέψω ζαρζαβατικά ( στο ρετιρέ του ο κος
Ξανθούλης ας το κάνει ), μου αρέσουν οι γαζίες μου και οι μυρτιές μου και
οι δάφνες μου. Και μου αρέσει και ο μανάβης της γειτονιάς μου. Και
μάλιστα πολύ. Γιατί αντί να δώσει το ιδιόκτητο μαγαζί γωνία που έχει στο
κέντρο της Αθήνας για να γίνει
Everest ή Γερμανός, έχει το πείσμα, το
κουράγιο και τη τρέλλα να επιμένει να πουλάει τη πραμάτεια του υπό τους
ήχους κλασσικής μουσικής.

                  Και φυσικά δεν θέλω να χρησιμιποιήσω βέργες για να σωφρονίσω τη κόρη μου.
Η κόρη μου με κάνει περήφανη και μου δίνει τη δυνατότητα να ονειρεύομαι
μια καλύτερη πατρίδα.

                  Μια πατρίδα που οι αγρότες της δεν τρώνε επιδοτήσεις και αποζημιώσεις στα
μπουζουκομάγαζα, οι πολιτικοί της είναι και ηθικοί και νόμιμοι, η άρχουσα
τάξη της δεν αποτελείται από λαμόγια και απατεώνες, ψευτοκουλτουριάδες και
δήθεν διανοούμενους που συναναστρέφονται με κλέφτες πολιτικούς.

                  Μια πατρίδα με ανθρώπους σα τη γιαγιά μου και τη κόρη μου, εμένα και τους
φίλους μου και όλους αυτούς που δεν συμμετείχαν στο πάρτυ. Ε λοιπόν όχι
δεν ήμασταν εκεί όταν τρώγανε, όταν έχτιζαν βίλλες ή αγόραζαν καγιέν.
Ούτε τώρα είμαστε με αυτούς που κρύβουν τις πισίνες τους, φυγαδεύουν τα
λεφτά τους στο εξωτερικό και αγοράζουν ακίνητα όσο-όσο στο Λονδίνο.

                  Και ναι προερχόμαστε από το Μεγαλέξανδρο, το Μιλτιάδη, τον Αριστείδη, τον
Αλκιβ ιάδη. Αλλά και από τον Πλάτωνα και τον Επίκουρο. Το Σοφοκλή και τον
Αριστοφάνη. Και ελπίζω να μην ξαναζήσουμε στην Ελλάδα εποχές που σε
μπαγλάρωναν για ψύλλου πήδημα.

                 Και ναι μου αρέσει το ελαιόλαδο, η κορινθιακή σταφίδα, ο χαλβάς φαρσάλων,
τα εσπεριδοειδή, οι σαρδέλες και τα ραδίκια. Η φτώχεια όμως όχι. Δεν θα πάρω.

                Να δοκιμάσετε χωρίς εμένα!


Στέλιος Καζαντζίδης και Βασίλης Τσιτσάνης

Ο Βασίλης Τσιτσάνης Ο  Βασίλης Τσιτσάνης  υπήρξε ένας σημαντικός λαϊκός δημιουργός. Γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 18 Ιανουαρίου του 1915 και έφ...