Το σπίτι δεν είχε τζάκι. Στην κουζίνα όμως, δίπλα στο παράθυρο που ήταν πάνω από το νεροχύτη, είχε καμινάδα σαν τζάκι, που εκτελούσε χρέη απορροφητήρα, όπως είχαν τότε όλα τα παλιά αξιοπρεπή σπίτια. Από την κουζίνα πήγαινες στην αποθήκη και το πλυσταριό. Το πλυσταριό την εντυπωσίαζε πολύ. Είχε μια τεράστια –ήταν; φαινόταν στα μάτια της;- γούρνα χτιστή και στο πλάι της σαν σκαλάκια για το τρίψιμο των ρούχων. Δίπλα στη γούρνα η μαμά της είχε βάλει το πλυντήριο. Το παλιό και το καινούριο αντάμα.

Στο ισόγειο του σπιτιού υπάρχει το σαλόνι, με είσοδο από την Αθ. Διάκου, το καθιστικό, η τραπεζαρία, η κουζίνα, ένα μπάνιο, το πλυσταριό, η αποθήκη και η αυλή με είσοδο από την οδό Μαγνήτων. Στο δεύτερο όροφο, το πλατύσκαλο της σκάλας με το παράθυρο που κοιτά στην Αθ. Διάκου, το παιδικό δωμάτιο, το δωμάτιο των γονιών και το δεύτερο μπάνιο.
Το σπίτι φαντάζει τεράστιο στα παιδικά ματάκια. Φοβιτσιάρα καθώς ήταν , δεν τολμούσε να ανέβει μόνη της επάνω για να κοιμηθεί, κάποιος έπρεπε να τη συνοδέψει. Όχι ότι σταματούσε να φοβάται όταν έφτανε, ήθελε κάποιον μαζί της μέχρι να κοιμηθεί. Βοήθησε και ο αδερφούλης σ’ αυτό. Έλεγε «αφήστε θα ανεβάσω εγώ τη μικρή». Ανέβαινε μαζί της την έβαζε στο δωμάτιο και σαν αστραπή έσβηνε το φως, έβγαινε έξω και έκλεινε την πόρτα. Κρατούσε και το πόμολο για να μην μπορεί να ανοίξει η μικρή. Είχε ένα σήριαλ τότε στην τηλεόραση με έναν κουλοχέρη και μια φωνή που ακουγόταν από το υπερπέραν τρομοκρατώντας υποτίθεται την ηθοποιό που έλεγε «Μαριαααάννααααααα, είμαι κι εγώ μαζί σουυυυυ». Έτσι λοιπόν κι ο αδερφούλης, έκλεινε την πόρτα και φώναζε κάνοντας μπάσα τη φωνή του «Μαριαααάννααααα, είμαι κι εγώ μαζί σουυυυ». Τσιρίδες πανικού η μικρή. Ένιωσε πριν τα έξη της τι σημαίνει ταχυκαρδία και πανικός.

Ας ξαναπάμε στην κουζίνα. Η μνήμη της συγκρατεί μόνο το νεροχύτη με το παράθυρο, το τζάκι-απορροφητήρα, τον χτιστό πάγκο, το τραπέζι και τα όμορφα κεραμικά πλακάκια με σχέδια, στο πάτωμα. Της άρεσε πολύ η κουζίνα αυτή. Δεν φοβόταν σ’ αυτό το δωμάτιο, παρά το γεγονός ότι επικοινωνούσε με το πλυσταριό και την αποθήκη. Μέχρι κάποια στιγμή όμως. Από εκείνη την παραμονή πρωτοχρονιάς και μετά, ούτε με το φως της ημέρας δεν θα πατούσε.
Η κουζίνα της άρεσε και για έναν άλλο λόγο. Είχε ακουστική επαφή με τους ενοίκους του διπλανού σπιτιού. Η μαμά της τους έβλεπε κιόλας και μιλούσε με την κυρία που έμενε εκεί. Αυτή, έτσι που ήταν μικρούλα μόνο τους άκουγε. Δεν κατάλαβε ποτέ ποια ήταν τα παιδιά αυτής της οικογένειας ούτε η μαμά τους. Αυτή έβγαινε στη γειτονιά από την οδό Μαγνήτων, από τη μεριά της αυλής και το σπίτι που γειτόνευαν τα παράθυρα της κουζίνας τους είχε είσοδο από την Αθ. Διάκου. Τέτοια όμορφη κουζίνα ξανάδε όταν ήρθανε στην Καβάλα, στο σπίτι της φίλης της μαμάς της, της κυρίας Νίτσας, πριν γκρεμιστεί το σπίτι και γίνει πολυκατοικία. Έτσι χτιστό τζάκι-απορροφητήρα είχε και η κυρία Νίτσα. Χτιστό πάγκο και όμορφα διακοσμητικά κόκκινα τουβλάκια και παλιά πλακάκια με σχέδια στο δάπεδο.

Πάμε πάλι πίσω στο σπίτι της γωνίας Αθ. Διάκου και Μαγνήτων. Παραμονή πρωτοχρονιάς και η μαμά ψήνει τη βασιλόπιτα. Α! η βασιλόπιτα της μαμάς τα σπάει! Όλοι ζητάν τη συνταγή. Μόνο της μικρής δεν της άρεσε ποτέ. Εκείνη ήθελε τσουρεκοειδή βασιλόπιτα. Μοσχοβολούσε η κουζίνα και η μικρή έπαιζε με μια κούκλα της.
-Μαμά τι ώρα θα έρθει ο Άγιος Βασίλης;
-Τα μεσάνυχτα που θα αλλάξει ο χρόνος.
-Στο σπίτι μας θα έρθει;
-Ήσουν καλό παιδάκι;
- …..
-Λοιπόν; Ήσουν;
-Δεν ήμουν;
-Ήσουν.
-Θα μου φέρει δώρο;
-Θα σου φέρει.
-Και από πού θα μου το φέρει;
-Από την καμινάδα.
-Ποια καμινάδα;
-Εδώ, της κουζίνας.
-Κι άμα μαγειρεύεις και πέσει μέσα στο φαγητό και καεί ο Άγιος Βασίλης.
-Δεν θα μαγειρεύω.
-Και ποιος Άγιος Βασίλης θα έρθει; Αυτός από την Καισαρεία ή αυτός με το έλκηθρο και τους τάρανδους που είδαμε στο Μινιόν πέρυσι;
- …..
- Ε;
Τι να απαντήσει η δόλια μάνα που είχε ήδη πει την ιστορία του Αγίου Βασιλείου στη μικρή; Τι να απαντήσει που την προηγούμενη χρονιά είχανε πάει στην Αθήνα και η μικρή είχε γνωρίσει τον Άγιο Βασίλη αυτοπροσώπως με την κόκκινη στολή του και τα άσπρα γένια του; Ούτε η μικρή θυμάται τι της απάντησε η μαμά. Στο μυαλό της όμως δημιουργήθηκε μια αλλοπρόσαλλη εικόνα. Ένας Άγιος Βασίλης με ράσα και ασκητική μορφή, μαυρογκαγκανιασμένος και καψαλισμένος από την κουζίνα με τα φαγητά που ψηνόντουσαν, με τρομακτική μορφή που άφηνε θυμωμένος το δώρο του. Κι ένας Άγιος Βασίλης που διέσχιζε τον ουρανό με το έλκηθρο και τους τάρανδους και γελούσε κοροϊδεύοντας τον άλλον Άγιο Βασίλη.

Δεν πήγαινε η μικρή στην κουζίνα. Φοβόταν. Στο τέλος αναγκάστηκε να πάει μαζί με τη μαμά. Δεν ήθελε να πιάσει το κουτί με το δώρο της. Το φοβόταν. Το πήρε η μαμά στα χέρια της και γύρισαν στο καθιστικό. Μετά φόβου Θεού το έπιασε και το άνοιξε. Ένας πανέμορφος λαγούδος. Γκρι με άσπρη κοιλίτσα και μουτράκι, πεταχτά αυτιά, μουστάκια χαριτωμένα και πεταχτά δόντια. Μπορντώ τσόχινο σακάκι, πράσινο παντελόνι και πρασινομπορντώ παπιγιόν. Κούκλος! Θα μου πείτε τώρα, Πάσχα ήταν και πήρανε λαγούδο; Όχι τα λαγουδάκια για το Πάσχα ήρθαν αργότερα από την Αμερική. Τότε ήταν απλά μια κούκλα. Κούκλος ξεκούκλος, ο λαγούδος ποτέ δεν κοιμήθηκε στο κρεβάτι της. Ποτέ δεν τον αγκάλιασε με λατρεία. Πάντα ένιωθε τύψεις που δεν αγάπησε αυτό το δώρο που της χαρίστηκε εκείνη την πρωτοχρονιά. Μέχρι που μεγάλωσε κι εξαφανίστηκε.
Εξαφανίστηκε έτσι, χωρίς να έχει χαλάσει. Χωρίς να έχει πάρει τις αγκαλιές που του άξιζαν. Και σήμερα, σχεδόν σαράντα πέντε χρόνια μετά, θα ήθελε να έχει εδώ το λαγούδο της. Να τον πάρει αγκαλιά, η μικρή που πενηντάρισε. Να του πει ότι λυπάται που δεν του χάρισε την αγάπη της, που δεν το ζούληξε, που δεν το φίλησε, που δεν το σκέπασε με το παιδικό της παπλωματάκι. Αν τον είχε σήμερα θα του χάριζε όλα τα συναισθήματα που του άξιζαν.
Γιατί τώρα ξέρει ότι δεν πρέπει να φοβάται ότι δεν υπάρχει.
Γιατί τώρα ξέρει ότι οι αγκαλιές και η αγάπη διώχνουν όλες τις φοβίες του κόσμου.