Σάββατο 30 Ιουλίου 2011

«Να προσέξουμε όσους πλήττονται, όχι όσους τα σπάνε»


Ποιες ομάδες και κοινωνικά στρώματα έχουν υποστεί τις χειρότερες συνέπειες της κρίσης; Αν κρίνει κανείς από την ένταση των αντιδράσεων, θα νόμιζε ότι είναι αποκλειστικά το Δημόσιο, οι ιδιοκτήτες μεταφορικών μέσων, πέρυσι τα φαρμακεία και σταθερά οι πιο προνομιούχες ΔΕΚΟ. Αλλά και ο δημόσιος διάλογος αυτούς και μόνο αφορά, λες και εκτός του κράτους και των κλειστών επαγγελματικών ομάδων δεν υπάρχει αγωνία, αβεβαιότητα και κόστος από την ύφεση στον ιδιωτικό τομέα.

Ενα εντυπωσιακό παράδειγμα πλήρους αγνόησης των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα είναι οι επίσημες δηλώσεις ότι « δεν θα γίνει καμία απόλυση », εννοώντας προφανώς τον δημόσιο τομέα και αδιαφορώντας για τον ιδιωτικό όπου μέχρι τώρα έχουν γίνει δεκάδες χιλιάδες. Μια πρώτη απόπειρα περιγραφής και ανάδειξης των αφανών κατηγοριών που κυρίως πλήττονται από την κρίση θα ήταν η εξής:

1. Οι μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα. Χωρίς να υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις υπερβολικού μισθολογικού κόστους που επηρεάζει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, υπέστησαν σημαντικές περικοπές στις αμοιβές και στις διαδικασίες σύναψης και εφαρμογής συλλογικών συμβάσεων. Ενώ σε μεγάλο βαθμό είχαν ενσωματώσει αρκετές εργασιακές ρυθμίσεις υπό το φάσμα κλεισίματος επιχειρήσεων μετά την κρίση του 2008, το Μνημόνιο ήλθε και επέβαλε πλήθος άλλων που ελαστικοποιούσαν πλήρως τα ωράρια απασχόλησης.

Υφίστανται επίσης περισσότερο από κάθε άλλον την επιβάρυνση των φορολογικών μέτρων στην κατανάλωσή τους λόγω των διατηρούμενων συντελεστών στα κλιμάκια των μισθωτών, αλλά και της προνοητικής αποταμίευσης που κάνουν συνυπολογίζοντας τους φόρους που θα πληρώσουν του χρόνου με τον κίνδυνο να είναι άνεργοι λόγω της ύφεσης.

Η μεγάλη βέβαια ασυμμετρία του ιδιωτικού τομέα με τους μισθωτούς στο Δημόσιο εμφανίζεται στο ασφαλιστικό σύστημα. Για τους ιδιώτες μισθωτούς ο μοναδικός φορέας κύριας ασφάλισης είναι το ΙΚΑ, το οποίο είναι η πιο κοντινή προσέγγιση στα κριτήρια ανταποδοτικότητας. Αλλά όμως ούτε καν στο ΙΚΑ δεν αντιπροσωπεύονται οι ίδιοι διότι οι συνδικαλιστικοί εκπρόσωποι στη Διοίκησή του ορίζονται από τη ΓΣΕΕ, τα στελέχη της οποίας προέρχονται συντριπτικά από τον ευρύτερο δημόσιο τομέα και τις κρατικές ή ημικρατικές τράπεζες.

2. Οι μονοσυνταξιούχοι του ιδιωτικού τομέα, οι οποίοι έχουν πληρώσει κανονικά τις εισφορές τους και λαμβάνουν σύνταξη χωρίς πλασματικά έτη και δολίευση των κριτηρίων απονομής. Στο παρελθόν υπέστησαν αρκετές φορές άνιση μεταχείριση επειδή με τις δικές τους εισφορές χρηματοδοτήθηκαν οι ανασφάλιστοι στους οποίους απενέμετο σύνταξη για κάθε λογής πολιτικές σκοπιμότητες. Ως επιστέγασμα υπέστησαν τις οριζόντιες περικοπές που επέβαλε το Μνημόνιο το 2010, ενώ θα έπρεπε να είχαν γίνει στοχοθετημένες παρεμβάσεις μόνο στις τριπλές, διπλές, χαριστικές, πρόωρες και πλασματικές συντάξεις.

Οι μισθωτοί και συνταξιούχοι του Δημοσίουθα έλθουν αντιμέτωποι με το δίλημμα των επιλογών που θα ακολουθήσουν: μία επιλογή είναι η « επανάκτηση » απωλειών που θα στοχεύει στην επαναφορά μισθολογικών προνομίων και ευνοϊκής μεταχείρισης σε κάποια βολική χρονική στιγμή μέσω συσπείρωσης με όρους παρελθόντος.

Μια βιώσιμη τακτική θα ήταν η υιοθέτηση ενός μέου πλαισίου συμπεριφορών στον δημόσιο τομέα με ενιαίο ασφαλιστικό σύστημα όλων των μισθωτών και κανόνες αμοιβών ανάλογα με την απόδοση ατόμων και μονάδων, ώστε να δημιουργηθούν συνθήκες ουσιαστικής ανταμοιβής σε όσους πράγματι εργάζονται.

3. Οι επιχειρήσεις, μικρές και μεγάλες, οι οποίες επιβίωσαν μακράν των δημοσίων χορηγήσεων και σε πείσμα των κρατικών παρεμβάσεων, επιβαρύνσεων και περιορισμών. Ο αριθμός τέτοιου είδους επιχειρήσεων ίσως με τα χρόνια λιγοστεύει, αποδεικνύει όμως ότι πολλές έχουν αποκτήσει ισχυρά πλεονεκτήματα επιβίωσης στα οποία θα υποκλινόταν και ο πιο απαιτητικός οικονομικός δαρβινισμός.

Ολοι οι παραπάνω πραγματικά εργασθέντες, εργαζόμενοι και παραγωγοί υπομένουν τις μόνιμες μισθολογικές περικοπές, την υπερφορολόγηση και τις καθημερινές συνθήκες πολιορκίας για να πάνε στη δουλειά τους. Κανείς δεν κατεβαίνει «να τα σπάσει», αλλά αυτό θα έπρεπε να τους έχει κάνει κεντρικό ζήτημα προσοχής και φροντίδας και όχι να αποτελούν διαρκώς την αόρατη πλευρά του σύμπαντος που κανείς δεν είναι πρόθυμος να αντικρίσει.

Ο κ. Ν. Χριστοδουλάκης είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών,πρώην υπουργός.

Το άρθρο είναι προδημοσίευση από το βιβλίο «Σώζεται ο Τιτανικός; Από το Μνημόνιο, ξανά στην ανάπτυξη», εκδόσεις
Πόλις.
 

TΟ ΒΗΜΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ:  24/07/2011

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Στέλιος Καζαντζίδης και Βασίλης Τσιτσάνης

Ο Βασίλης Τσιτσάνης Ο  Βασίλης Τσιτσάνης  υπήρξε ένας σημαντικός λαϊκός δημιουργός. Γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 18 Ιανουαρίου του 1915 και έφ...