Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2020

Πρόλαβα τη βόλτα στα τέλη της δεκαετίας του ’70 – δε θα κρατούσε για πολύ ακόμα. Από νωρίς το απόγευμα κόσμος ανεβοκατέβαινε την Ομόνοια όχι για να αγοράσει κάτι αλλά για να σεργιανίσει, να δει γνωστούς, να κουβεντιάσει, να ξεσκάσει χωρίς να ξοδευτεί.



Εμένα μου έκανε εντύπωση στην αρχή επειδή στην Αθήνα δεν υπήρχε η βόλτα. Εκεί, συνέβαινε το άλλο περίεργο, να βγάζουν δηλαδή σκαμνάκια έξω από το σπίτι τους και να μαζεύονται έτσι οι παρέες.
Ήμουν φανατικός και μόνιμος σχεδόν θαμώνας της βόλτας. Πριν το φροντιστήριο, μετά τα Αγγλικά, η βόλτα ήταν απαραίτητη. Αρχίζαμε από τη γωνία του Ανανιάδη και καταλήγαμε λίγο πιο πάνω από την Πυροσβεστική, εκεί που τώρα είναι το γκαράζ της Αστυνομίας – και πάλι πίσω.

Απαραίτητα αξεσουάρ της βόλτας, εκτός της παρέας βέβαια, ήταν τα τσιγάρα ή/και τα σπόρια. Εγώ είχα και τα δύο. Θυμάμαι πως κάπνιζα «Old Navy» μαλακό πακέτο στο οποίο είχα προσαρμόσει μέσα ένα μεταλλικό σκελετό με ένα μικρό πορτάκι στο πάνω μέρος που όταν πίεζες άνοιγε για να τραβήξεις το τσιγάρο από μέσα. Την όλη κατασκευή την είχα απαλλοτριώσει από τον πατέρα μου ο οποίος την έψαχνε μάταια. Το άλλο αξεσουάρ, τα σπόρια, τα αγόραζα από ένα μαγαζάκι δίπλα στα «Τιτάνια».
Σπόρια, τσιγάρο, χάζι και κουβεντολόι σε ένα δρόμο που έσφυζε από ζωή και νιάτα, μέσα σε μια κοινωνία που περίμενε και αισιοδοξούσε για τα καλύτερα. 
Απαραίτητη στάση ήταν το πρακτορείο του Κομποχόλη στη γωνία Ομονοίας και Παύλου Μελά για λαθραναγνωσία. Διάβαζα τα εξώφυλλα όλων των εφημερίδων με τα συνταρακτικά, όπως πίστευα αφελώς, νέα.
 Η κύρια ροή της βόλτας ήταν η διαδρομή από το Ταχυδρομείο (το σημερινό κατάστημα αθλητικών Adidas στη γωνία Ομονοίας και Αβέρωφ) μέχρι τη γωνία του Ανανιάδη που δίνονταν σχεδόν όλα τα ραντεβού και πάλι πίσω. Αξιόλογες βιτρίνες δεν υπήρχαν εκείνη την εποχή, εκτός από αυτήν του Τσίρλη που από τότε ήταν εντυπωσιακή και πολύ καλόγουστη. Εκτός από τον Κομποχόλη, σταματούσα και στη βιτρίνα του Τσιρίδη για να χαζέψω τα καινούρια Seiko ρολόγια – τέτοιο θα έπαιρνα όταν θα δούλευα με το καλό.


Στη βόλτα μπορούσες να δεις τους πάντες. Φίλους, συμμαθητές από το σχολείο, τα αγγλικά, το φροντιστήριο, γνωστούς αλλά και φυσιογνωμίες που έβλεπες τόσο συχνά στη βόλτα που εάν τύχαινε και τους έβλεπες κάπου αλλού, τους χαιρετούσες. Στη μεγάλη πλειοψηφία, οι… βολτάροντες ήταν αρσενικού φύλου. Τα κορίτσια, χωρίς να σπανίζουν, ήταν σαφώς λιγότερα και βέβαια οι ματιές των αγοριών έπεφταν επάνω τους και όχι πάντα διακριτικά.
Το τι λέγαμε στη βόλτα, ειλικρινά δε θυμάμαι. Θυμάμαι όμως μια αίσθηση που είχα και που την αποτελούσαν δύο συνιστώσες. Η μία ήταν η αβεβαιότητα: Το καλοκαίρι του ’78 παρακολούθησα για λίγο μαθήματα στον Καραπιπερίδη με στόχο τη Νομική. 
Το μετάνιωσα γρήγορα κι έτσι πολλοί αθώοι συνάνθρωποί μας γλίτωσαν τη φυλακή κι εγώ τη χρεοκοπία. Μετά παρακολούθησα μαθήματα στο φροντιστήριο του Κατσάρη, που βρισκόταν γωνία Ομονοίας και Δαγκλή, με στόχο την ΑΣΟΕΕ. 
Το μετάνιωσα ξανά κι αυτή τη φορά γλίτωσαν τράπεζες από χρεοκοπία κι εγώ τη φυλακή. Τρίτη και φαρμακερή, Παιδαγωγική Ακαδημία – και μου έκατσε για το υπόλοιπο του βίου μου. Τότε όμως δεν τα ήξερα όλα αυτά, οι γονείς μου δεν μπορούσαν να με συμβουλέψουν κι έπρεπε μόνος μου να πάρω την απόφαση. Εμένα μου έκατσε, στάθηκα τυχερός, σκέφτομαι όμως πόσες ζωές πήγαν χαμένες επειδή ένα δεκαεπτάχρονο παιδί δεν πήρε τη σωστή απόφαση. Η άλλη συνιστώσα ήταν εκ διαμέτρου αντίθετη – από τότε ήμουν αντιφατικός: Ήταν η αίσθηση της παντοδυναμίας, της αθανασίας, η αίσθηση πως όλα είναι ανοιχτά, όλα είναι δυνατά, όλα μπορούν να συμβούν.
Το καλοκαίρι η βόλτα μεταφερόταν στην παραλία. Τότε ακόμη η Ερυθρού Σταυρού δεν είχε καφετέριες – ούτε καν πολυκατοικίες αφού δεν είχαν γκρεμιστεί ακόμη οι καπναποθήκες. Η βόλτα στην παραλία άρχιζε από την αρχή του πάρκου του Φαλήρου όπου βρισκόταν το ουζερί του Λιόλιου και κατέληγε στη στροφή, στην αρχή της Αβέρωφ, εκεί που τώρα είναι το Nautica και τότε ήταν ο ΟΤΕ.
Οι παραλιακές καφετέριες της εποχής, η Τζοκόντα, η Τιβολί, η Κολιμπρί, μάζευαν τον «κυριλέ» κόσμο. Κυριλές για μας τότε, ήταν όποιος είχε στην τσέπη του περισσότερες από δέκα δραχμές – φλώρος ήταν όποιος φορούσε γυαλιά Rayban και Polo μπλουζάκι ανεξαρτήτου μάρκας. Όταν κουραζόμασταν από τη βόλτα, αράζαμε στην προβλήτα με τα πόδια προς το λιμάνι που έζεχνε, αφού ο βιολογικός δεν είχε φτιαχτεί ακόμη, τρώγοντας σπόρια και καπνίζοντας ενώ ακούγαμε και τζάμπα μουσική από το διπλανό ΝΟΚ. Θυμάμαι πως το ΝΟΚ έβαζε τακτικά το «Serenade» του Steve Miller που μας άρεσε πολύ και τη βρίσκαμε παίζοντας νοητές κιθάρες και τύμπανα. Από τότε, δεν μπορώ να ακούσω το τραγούδι αυτό, χωρίς να πεταχτεί μπροστά μου το ΝΟΚ και ο «Σόλας», ένας συμμαθητής μας απίστευτος τύπος που χλεύαζε βιτριολικά τους πάντες και τα πάντα.
Βόλτα όμως υπήρχε δεν υπήρχε μόνο στην Καβάλα, υπήρχε παντού στην Ελλάδα ακόμα και στα χωριά που τη χαρακτήριζαν για προφανείς λόγους, «νυφοπάζαρο». Εκεί οι ματιές που έλεγαν πολλά, εκεί τα καλά ρούχα της Κυριακής, ίσως κι ένα πρώτο βιαστικό, αγχωμένο φιλί κάπου παραδίπλα.
Οι καπναποθήκες της Ερυθρού γκρεμίστηκαν όλες μέχρι το 1982 και στη θέση τους πυργώθηκαν πολυκατοικίες που τα ισόγειά τους έγιναν καφετέριες. Η Μπαλάντα, το Μικρό Καφέ, η Treff, η Βεγγέρα και άλλες γέμισαν κόσμο αφαιρώντας τον από τη βόλτα και γράφοντας τη δική τους ιστορία. Η βόλτα πέθανε, αφού το βιοτικό επίπεδο ανέβηκε και τώρα πια οι παρέες είναι καθιστές πίνοντας το εθνικό μας ρόφημα, τον φραπέ. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’80, όλοι είχαν χρήματα για να καθίσουν να πιούνε ένα καφέ ή ένα ποτό – οι κυριλέδες μετακόμισαν στα κοσμικά νησιά, ακολουθώντας τις οδηγίες του «Κλικ» και του life style.

Τα καλοκαίρια, καθημερινά σχεδόν, κατεβαίνουμε με τη σύζυγο στην παραλία. Περπατάμε από το περίπτερο του πάρκου έως τον «Νικηφόρο» και πάλι πίσω για να πάρουμε τη μηχανή και να επιστρέψουμε στο σπίτι. Στο χέρι μου δεν έχω ρολόι Seiko – δεν τα βρίσκω πρακτικά, δεν καπνίζω πια ούτε τρώω πασατέμπο αφού αποφεύγω το πολύ αλάτι. Δίπλα μου περνούν βιαστικά άνθρωποι που περπατούν με γοργό ρυθμό για να ασκηθούν. Σκέφτομαι πως αν κάποιος έκανε κάτι τέτοιο εκείνα τα χρόνια, θα τον είχαν για γραφικό. 
Στη δική μου βόλτα στην παραλία τα τωρινά χρόνια, με την καλύτερη παρέα που θα μπορούσα να φανταστώ, έχω πάλι την αίσθηση της αβεβαιότητας – αυτή δεν φεύγει ποτέ – μα όχι και την αίσθηση πως όλα είναι δυνατά – η εποχή που ο Steve Miller τραγουδούσε «…and the earth is your own…» πέρασε, μαζί με την εποχή της βόλτας...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Στέλιος Καζαντζίδης και Βασίλης Τσιτσάνης

Ο Βασίλης Τσιτσάνης Ο  Βασίλης Τσιτσάνης  υπήρξε ένας σημαντικός λαϊκός δημιουργός. Γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 18 Ιανουαρίου του 1915 και έφ...